αμηχάνευτος

αμηχάνευτος
I
-η, -ο (Α ἀμηχάνητος, -ον) [μηχανῶμαι]
νεοελλ.
ο αμηχάνευτος
αρχ.
αυτός που με κανένα τρόπο δεν επιτυγχάνεται, ακατόρθωτος, δύσκολος.
II
-η, -ο [μηχανεύομαι]
1. αυτός που δεν τόν επεξεργάστηκαν με μηχανή ή δεν είναι δεκτικός μηχανικής επεξεργασίας
2. αυτός που δεν μπορεί να εξαπατηθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”